ψαλμωδός

ψαλμωδός
ο
1. αυτός που ψέλνει εκκλησιαστικούς ύμνους.
2. ο ποιητής ψαλμών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ψαλμῳδός — psalmist masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαλμωδός — ο / ψαλμωδός, ΝΜΑ συνθέτης ψαλμών, υμνογράφος νεοελλ. άτομο που ψάλλει εκκλησιαστικούς ύμνους, ψάλτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψαλμός + ωδός (< ὠδή) πρβλ. τραγ ωδός] …   Dictionary of Greek

  • ψαλμωιδοῦ — ψαλμῳδός psalmist masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαλμωιδόν — ψαλμῳδός psalmist masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαλμωιδός — ψαλμῳδός psalmist masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαλμῳδοί — ψαλμῳδός psalmist masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαλμῳδοῦ — ψαλμῳδός psalmist masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαλμῳδούς — ψαλμῳδός psalmist masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαλμῳδῶ — ψαλμῳδός psalmist masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαλμῳδῶν — ψαλμῳδός psalmist masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”